νεήτομος

νεήτομος
νεή-τομος, ον,
A cut or castrated when young, AP6.234 (Eryc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεήτομος — νεήτομος, ον (Α) αυτός που ευνουχίστηκε πρόσφατα ή κατά τη νεότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + τομος (< τόμος < τέμνω) πρβλ. ημί τομος, μεσό τομος. Το η τού τ. (αντί νεότομος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων… …   Dictionary of Greek

  • νεήτομος — cut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • χαιτήεις — και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, εσσα, εν, Α 1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς τής Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ. β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”